Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Η οθόνη δίπλα μας

Αυτό το κείμενο το έχει γράψει άτομο της πρωτοβουλίας.

Πόσος καιρός πέρασε από τότε που βλέπαμε το ΝΑΤΟ να μπαίνει στο Αφγανιστάν; Aπό τότε που το ΝΑΤΟ χτύπαγε το Ιράκ; Aπό τότε που βλέπαμε τους Ισραηλινούς να χτυπάνε την Παλαιστίνη; Δεν θυμάμαι.

Θυμάμαι όμως την κοινή γνώμη, σοκαρισμένη. Θυμάμαι τις φρικιαστικές σκηνές πολέμου και καταστροφής. Όλοι νιώθαμε αμήχανοι, μπροστά στη θέα του πολέμου. «Τα συμφέροντα, βλέπεις, το πετρέλαιο...», «και τι σου φταίνει οι λαοί δηλαδή;» Συζητήσεις με έναν κοινό παρονομαστή. Τη φρίκη μπροστά στα εγκλήματα πολέμου, στους χιλιάδες άμαχους νεκρούς, στα παιδιά, στους άνδρες, στις γυναίκες, στους νέους, στους γέρους. Φρίκη! Όλοι ξέραμε. Όλοι καταλαβαίναμε. Όλοι θέλαμε να βοηθήσουμε. Θυμάμαι ένα καραβάνι ελπίδας που ξεκίνησε από τα πάτρια εδάφη για να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια στους ανθρώπους, στην Παλαιστίνη. Τρέξαμε να δώσουμε κάτι. Φάρμακα, παιδικές τροφές, γάζες, αντιβιοτικά. Μέχρι εκεί, όμως. Όχι εδώ.

Τώρα, που η Παλαιστινή, το Ιράκ, το Αφγανιστάν ήρθαν έξω από τις πόρτες μας, θα έλεγε κανείς, ότι θα ήταν η ευκαιρία που περιμέναμε για να τους βοηθήσουμε, χωρίς να χρειάζεται να στείλουμε σε κανένα καραβάνι, τη βοήθειά μας. Γιατί, είναι εδώ εκείνοι που βλέπαμε να χάνονται. Η ανθρωπιά όμως λήγει, μόλις στεγνώσουν τα δάκρυα;

«Μας έριχναν βόμβες φωσφόρου», μου είπε ένας εικοσάχρονος Παλαιστίνιος που γνωρίσαμε στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. «Οι γονείς μου κάηκαν. Ο αδερφός μου είναι ακόμα εκεί. Εγώ δεν άντεξα άλλο. Έφυγα. Πέρασα από την Τουρκία απέναντι στη Χίο. Ήμουν στο Άργος πριν μερικές μέρες. Πήγα για να μαζέψω πορτοκάλια αλλά δεν είχε δουλειά και ξαναγύρισα. Δεν έχω να φάω, δεν έχω χαρτιά. Δεν μπορούσα όμως άλλο εκεί. Ξέρεις πώς είναι να φοβάσαι να σε πάρει ο ύπνος; Θα ξυπνήσεις ζωντανός;». Η συζήτησή μας διακόπηκε. Ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά μας και δυο αστυνομικοί βγήκαν έξω. «Τι έχεις μέσα στη σακούλα, ρε;», άρχισαν να του φωνάζουν, «έχεις χαρτιά;»... Γύρισαν και με κοίταξαν. «Μπορείς να συννενοηθείς μαζί του;», με ρώτησαν. «Ξέρει λίγα γαλλικά», τους απάντησα. Του επανέλαβα τις ερωτήσεις. Χαρτιά δεν είχε. Το ήξερα, το ήξεραν. Στη σακούλα είχε ένα μπουκάλι κόκα κόλα. Του το πήραν από τα χέρια, το άνοιξαν και το έχυσαν όλο στο πεζοδρόμιο. «Την επόμενη φορά, δεν θα είσαι τόσο τυχερός», του είπαν. Μπήκαν μέσα στο περιπολικό και έφυγαν. Προχωρήσαμε λίγο πιο κάτω. «Τις προάλλες, μου είπε, στην Ομόνοια, μας ξάπλωσαν κάτω και άρχισαν να μας κλοτσάνε...έτσι χωρίς λόγο...»

Τον κοίταζα προσεκτικά στο πρόσωπο, καθώς μου μιλούσε. Μου φαινόταν γνωστός, σαν κάπου να τον είχα ξαναδεί. Μετά από λίγο θυμήθηκα. Πρέπει να ήταν εκείνο το παιδί που είχα δει, τότε, στις ειδήσεις. Εκείνο με το ματωμένο πρόσωπο, που κράταγε τη σωρό της μάνας του και σπάραζε. Μόλις την είχε βγάλει από τα συντρίμια του σπιτιού της, θυμάμαι έλεγαν οι ρεπόρτερ. Εκείνη η εικόνα είχε κάνει τότε το γύρο του κόσμου. Μας είχε συγκλονισεί. Όχι, δεν τον ρώτησα, αν ήταν αυτός. Ντράπηκα. Μήπως όμως θυμάσαι εσύ την εικόνα που σου λέω;

Χ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου